νεολεξία

νεολεξία
νεο-λεξία, ,
A tirocinium, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεολεξία — (I) η το να λέει κανείς κάτι καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη]. (II) νεολεξία, ἡ (Α) [νεόλεκτος] η κατάσταση τού νεολέκτου …   Dictionary of Greek

  • αντιλεξισμός — ο ιδιότυπη μορφή λογοτεχνικού ύφους που ξεκινά ως αντίδραση προς την καθιερωμένη λέξη, δηλ. προς τη συμβατική γλώσσα. Στον αντιλεξισμό ο δημιουργός απομακρύνεται από το παραδεδεγμένο δομικό σύστημα που χρησιμεύει ως γλώσσα της κοινότητας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”